συγκρίνω

συγκρίνω
ΝΜΑ [κρίνω]
1. παραβάλλω δύο ή περισσότερα πρόσωπα ή πράγματα εξετάζοντας τις μεταξύ τους ομοιότητες ή διαφορές, αντιπαραθέτω, παραλληλίζω
2. μέσ. συγκρίνομαι
παραβάλλω τον εαυτό μου με άλλον, παραβγαίνω («δεν συγκρίνεται» — δεν επιδέχεται σύγκριση, είναι αναμφισβήτητα ανώτερης ποιότητας)
νεοελλ.
σχηματίζω στερεή ουσία με σύμπηξη
μσν.-αρχ.
επιδοκιμάζω ή εγκρίνω κάτι
αρχ.
1. χωρίζω και ανασυνθέτω
2. συνδυάζω
3. εκτιμώ, κρίνω
4. ερμηνεύω, εξηγώ («ἐνύπνιον εἴδομεν καὶ ὁ συγκρίνων οὐκ ἔστιν αὐτό», ΠΔ)
5. ορίζω, θεσπίζω («ζημίας, ἧς ἄν ὁ στρατηγὸς συγκρίνῃ», πάπ.)
6. αποφασίζω
7. συγκαταλέγω σε κατηγορία, κατηγοριοποιώ
8. (το ουδ. πληθ. μτχ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) τὰ συγκρινόμενα
σώματα που σχηματίζονται με τη διαδικασία τής σύμπηξης
9. φρ. α) «συγκρίνεσθαι εἰς ὕδωρ» — ο σχηματισμός τών υδρατμών (Αριστοτ.)
β) «ἡ συγκριθησομένη τροφὴ» — η τροφή η οποία θα κατοχυρωθεί σε κάποιον επιγρ..

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • συγκρίνω — συγκρίνω, σύγκρινα και συνέκρινα βλ. πίν. 172 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • συγκρίνω — συγκρί̱νω , συγκρίνω bring into combination aor subj act 1st sg συγκρί̱νω , συγκρίνω bring into combination pres subj act 1st sg συγκρί̱νω , συγκρίνω bring into combination pres ind act 1st sg συγκρί̱νω , συγκρίνω bring into combination aor ind… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκρινῶ — συγκρῐνῶ , συγκρίνω bring into combination aor subj pass 1st sg (attic epic doric) συγκρῐνῶ , συγκρίνω bring into combination fut ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκρίνω — σύγκρινα και συνέκρινα, συγκρίθηκα, παραβάλλω κάτι με κάτι άλλο: Αν συγκρίνουμε τους δύο πολιτισμούς, θα διαπιστώσουμε τη μεγάλη ομοιότητά τους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συγκεκριμένα — συγκρίνω bring into combination perf part mp neut nom/voc/acc pl συγκεκριμένᾱ , συγκρίνω bring into combination perf part mp fem nom/voc/acc dual συγκεκριμένᾱ , συγκρίνω bring into combination perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκεκριμένον — συγκρίνω bring into combination perf part mp masc acc sg συγκρίνω bring into combination perf part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκεκριμένων — συγκρίνω bring into combination perf part mp fem gen pl συγκρίνω bring into combination perf part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκρῖνον — συγκρίνω bring into combination pres part act masc voc sg συγκρίνω bring into combination pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκεκρικέναι — συγκρίνω bring into combination perf inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκεκρικότων — συγκρίνω bring into combination perf part act masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”